μεγαλοψυχώ

μεγαλοψυχώ
μεγαλοψυχῶ, -έω (ΑM)
[μεγαλόψυχος]
μσν.
είμαι εκστατικός, μεταρσιωμένος, βρίσκομαι σε έξαρση («πάντες μεγαλοψυχοῡμεν, σοῡ ἡδρασμένου», Θεόδ. Στουδ.)
αρχ.
(γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. δαψιλέστατος) είμαι γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοψύχῳ — μεγαλοψύ̱χῳ , μεγαλόψυχος high souled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”